- τσουλίστρα
- η, Ντσουλήθρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσουλώ + κατάλ. -ίστρα (< ρ. σε -ίζώ), πρβλ. κουβαρ-ίστρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσουλίστρα — η τσουλήθρα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυλίστρα — η (AM κυλίστρα) [κυλίνδω] ειδικό μέρος όπου κυλιούνται τα άλογα και γενικά τα ζώα νεοελλ. επικλινής και λεία φυσική ή τεχνητή επιφάνεια, στην οποία κατολισθαίνουν τα παιδιά παίζοντας, τσουλίστρα, τσουλήθρα αρχ. κονίστρα παλαίστρας … Dictionary of Greek
κυλίστρα — η 1. επίπεδο μέρος γεμάτο άμμο όπου κυλιούνται τα ζώα. 2. λείο και επικλινές επίπεδο πάνω στο οποίο κάθονται και κυλιούνται τα παιδιά, τσουλίστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσουλήθρα — η κατηφορικό μέρος, όπου τα παιδιά γλιστρούν παίζοντας, τσουλίστρα, κυλίστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)